ψαρόλαδο

ψαρόλαδο
το, Ν
ιχθυέλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + λάδι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψαρόλαδο — το είδος λαδιού που βγαίνει από το σώμα ορισμένων ψαριών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιχθυέλαιο — το ζωικό έλαιο που λαμβάνεται μετά από κατεργασία μερών τού σώματος ορισμένων ψαριών, ψαρόλαδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + έλαιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Ιω. Ν. Λεβαδέα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”